συρρίκνωση

συρρίκνωση
η, Ν
1. ζάρωμα
2. περιορισμός τού μεγέθους, μάζεμα
3. (φωτογραμμ.) η αυξομείωση τών διαστάσεων την οποία υφίσταται μια φωτοταινία ή ένα φύλλο χαρτιού σχεδίασης υπό την επίδραση τής υψομετρικής κατάστασης ή τής θερμοκρασίας και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν και αναλόγως να διορθώνεται, ιδίως προκειμένου για εργασίες ύψιστης ακρίβειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρρικνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. συρρίκνωσις, μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συρρίκνωση — η 1. ζάρωμα: Το δέρμα του έπαθε συρρίκνωση. 2. μτφ., περιορισμός του μεγέθους κάποιου πράγματος: Η πολιτική αυτή οδηγεί σε συρρίκνωση του εθνικού χώρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • λευκοί νάνοι — (Αστρον.). Συμπαγείς αστέρες μικρού μεγέθους, κατάλοιπα των πυρήνων κανονικών αστέρων οι οποίοι έχουν εξαντλήσει τα πυρηνικά τους καύσιμα. Σύμφωνα με τις κρατούσες θεωρίες, μετά τη μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του υδρογόνου ενός αστέρα σε… …   Dictionary of Greek

  • Ουράλια — Ορεινή αλυσίδα της Ρωσίας, που εκτείνεται, σε διεύθυνση από Β προς Ν, επί 2000 και πλέον χιλιόμετρα από την αρκτική τούνδρα έως την αραλοκασπιανή στέπα. Τα όρη αυτά, που έχουν μέτριο ύψος (η ψηλότερη κορυφή Ναρόντναγια έχει ύψος 1.894 μ., αλλά το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”